ονυχιστήριο

ονυχιστήριο
το (Α ὀνυχιστήριον και ὀνυστήριον)
μικρό μαχαίρι ή ψαλίδι που χρησιμοποιείται για το κόψιμο τών οπλών τών οπληφόρων κατοικίδιων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀνυχίζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. καθαρισ-τήριον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”